- ὀμίχλα
- ὀμίχλᾱ , ὁμίχληfem nom/voc/acc dual (epic ionic)ὀμίχλᾱ , ὁμίχληfem nom/voc sg (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὁμίχλα — ὁμίχλᾱ , ὁμίχλη fem nom/voc/acc dual (doric) ὁμίχλᾱ , ὁμίχλη fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμίχλας — ὁμίχλᾱς , ὁμίχλη fem acc pl (doric) ὁμίχλᾱς , ὁμίχλη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομίχλη — Στη μετεωρολογία είναι τροποσφαιρικός σχηματισμός όμοιος προς το νέφος, από το οποίο διαφέρει μόνο κατά το ότι επικάθεται πάντοτε στην επιφάνεια του εδάφους. Στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για ένα σμήνος λεπτών υδροσταγονιδίων (με… … Dictionary of Greek
μούχλα — Κοινή ονομασία πολλών κατώτερων φυτικών οργανισμών· γενικά πρόκειται για μικροσκοπικούς μύκητες που σχηματίζουν πάνω στις πιο διαφορετικές ουσίες (φρούτα, ψωμί, μαρμελάδες, χόρτα κλπ.) αποικίες, άλλοτε με μορφή βελούδινη και άλλοτε με ποικίλα… … Dictionary of Greek
προσαΐσσω — και αττ. τ. προσᾴσσω Α 1. αναπηδώ, τινάζομαι ή τρέχω με ορμή προς κάποιον 2. φρ. «φοβερὰ δ ἐμοῑσιν ὄσσοις ὁμίχλα προσῇξε» πολλή ομίχλη έπεσε στα μάτια μου (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀΐσσω «ορμώ, εκσφενδονίζομαι»] … Dictionary of Greek
ὀμίχλαι — ὁμίχλη fem nom/voc pl (epic ionic) ὀμίχλᾱͅ , ὁμίχλη fem dat sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμίχλαι — ὁμίχλη fem nom/voc pl (doric) ὁμίχλᾱͅ , ὁμίχλη fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)